μεσίδιος

μεσίδιος
μεσίδιος, ποιητ. τ. μεσσίδιος, -ία, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται στο μέσο, ο μεσαίος
2. φρ. «δικαστής μεσίδιος» — ο μεσίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέσος + κατάλ. -ίδιος (πρβλ. ορθρ-ίδιος, πτερ-ίδιος). Για τον τ. με δύο -σ- βλ. λ. μέσος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μεσιδίους — μεσίδιος masc acc pl μεσιδιόω deposit with imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσσίδιος — μεσίδιος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσίδιον — object deposited neut nom/voc/acc sg μεσίδιος masc acc sg μεσίδιος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέσος — η, ο(ν) (ΑM μέσος, η, ον, Α επικ. τ. μέσσος, βοιωτ. και κρητ. τ. μέττος) 1. (τοπ. και χρον.) αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ακραίων ορίων ή μεταξύ αρχής και τέλους, μεσαίος, κεντρικός, μεσιανός 2. το κεντρικό σημείο πράγματος, το μεσαίο σημείο… …   Dictionary of Greek

  • μεσίδιον — μεσίδιον, τὸ (Α) μεσεγγύημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. τού επιθ. μεσίδιος*] …   Dictionary of Greek

  • μεσιδιώ — μεσιδιῶ, και μεσειδιῶ, όω (Α) [μεσίδιος] καταθέτω μεσεγγύημα …   Dictionary of Greek

  • μεσσίδιος — (Α) βλ. μεσίδιος …   Dictionary of Greek

  • Αλευάδαι/-ες — Η πιο φημισμένη στην αρχαιότητα ηγεμονική οικογένεια της Θεσσαλίας, που θεωρούσε γενάρχη της τον εγγονό του Ηρακλή, Αλεύα. Αυτόν ακριβώς ανέφεραν τόσο ο ιστορικός Ελλάνικος όσο και ο Αριστοτέλης (σε έργα του που δεν διασώθηκαν) ως θεμελιωτή της… …   Dictionary of Greek

  • μεσιδίῳ — μεσίδιον object deposited neut dat sg μεσίδιος masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”